- βακούφι
- (τουρκ. βακφ, αραβ. ουάκφ, που σημαίνει αφιέρωμα). Β. ονόμαζαν οι μουσουλμάνοι κυρίως τα ακίνητα (συνήθως κτήματα), που αφιερώνονται για την εξυπηρέτηση φιλανθρωπικών σκοπών, π.χ. για τη συντήρηση σχολείων, τζαμιών, νοσοκομείων, ορφανοτροφείων κλπ. Για τη σύσταση των β. ήταν απαραίτητη η σύνταξη αφιερωτηρίου εγγράφου (βακουφχανέ) στον ιεροδικαστή (καδή). Ανάλογα με την ιδιότητα του δωρητή, τα β. διακρίνονταν σε σουλτανικά και ιδιωτικά (σαχιχέ). Η σύσταση σουλτανικών β. εξυπηρετούσε θρησκευτικούς, εκπαιδευτικούς ή φιλανθρωπικούς σκοπούς. Η σύσταση των ιδιωτικών σκόπευε στη διασφάλιση (από τυχόν κατασχέσεις, δημεύσεις κλπ.) ή στην πρόληψη της κατασπατάλησης της περιουσίας του δωρητή, ο οποίος έπαιρνε από τον επίτροπο (μουταβελή) του β. ισόβιο εισόδημα (ιδζαρέ) για τη συντήρησή του, το οποίο μπορούσε να κληρονομηθεί στους απογόνους του. Από το 1840, στον χώρο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, την εποπτεία της διαχείρισης των β. είχε ειδικό υπουργείο (Εβκάφ Ναζαρετή). Β. υπήρχαν επίσης και στην Αίγυπτο.
* * *το (Μ βακούφιον)1. χτήμα αφιερωμένο σε ιερό ίδρυμα, ναό ή μοναστήρι2. ναός ή μοναστήρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. vakif].
Dictionary of Greek. 2013.